Η συνέχεια της σειράς «Grand Hotel» επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις και αποκαλύψεις.
Μέσα στο πνιγηρό σκοτάδι ακούγεται ο υπόκωφος ήχος ενός πυροβολισμού. Ο Ιορδάνης σωριάζεται στο έδαφος, η ανάσα του κόβεται από τον ξαφνικό πόνο και τα μάτια του διακρίνουν την φιγούρα του άντρα που κρατά ακόμα το όπλο. Είναι ο σύζυγος της Μαργαρίτας, που με παγωμένο βλέμμα του ψιθυρίζει: «Σε είχα προειδοποιήσει».
Καθημερινά όλες οι εξελίξεις και τα νέα της σειράς Grand Hotel θα τα βρίσκεις εδώ.
Ο Χαραλάμπης, μόνος στο δωμάτιο, περπατά νευρικά πάνω-κάτω, τα χέρια του τρέμουν και το μυαλό του είναι θολωμένο από σκέψεις που τον καταδιώκουν. «Πώς έφτασα ως εδώ;» μονολογεί, κοιτάζοντας το πάτωμα σαν να περιμένει μια απάντηση. Η ιδέα να παραδοθεί στην Αστυνομία τον βαραίνει, αλλά η σκέψη της Θεώνης και της Πελαγίας τον στοιχειώνουν. «Τι θα κάνεις τώρα, Χαραλάμπη; Θα φύγεις ή θα τους δώσεις πίσω λίγη από τη χαμένη τους αξιοπρέπεια;» ακούγεται η φωνή της λογικής του, αλλά εκείνος συνεχίζει να νιώθει παγιδευμένος.
Με τα μάτια του κατακόκκινα από τα δάκρυα, παίρνει μια βαθιά ανάσα και σφίγγει τις γροθιές του. «Θα το κάνω» σκέφτεται, σαν να προσπαθεί να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό.
Στο μεταξύ, ο Νικόλας, εξαντλημένος, ανοίγει την πόρτα του δωματίου του, έτοιμος να βυθιστεί στη μοναξιά του. Μα η παρουσία της Αγγέλας τον αφήνει άφωνο. «Αγγέλα; Εσύ εδώ;» λέει ξαφνιασμένος, αλλά εκείνη του χαμογελά με μια παράξενη ζεστασιά. «Βρήκα τον Μιχαλάκη» του λέει χαμηλόφωνα και ο κόσμος του Νικόλα γυρίζει ανάποδα. Η καρδιά του γεμίζει από αντικρουόμενα συναισθήματα: χαρά, αβεβαιότητα και μια αγωνία που δεν μπορεί να εξηγήσει.
Ο Ιορδάνης, κρυμμένος πίσω από έναν τοίχο, περιμένει υπομονετικά, με το αίμα του να βράζει από την προσμονή. «Θα έρθει. Μου το υποσχέθηκε» σκέφτεται, σφίγγοντας τα δόντια. Στο μυαλό του σχηματίζεται η εικόνα μιας νέας ζωής μακριά από το παρελθόν, με τη Μαργαρίτα στο πλευρό του. Αλλά το όνειρό του εξανεμίζεται όταν βλέπει ξαφνικά τη σκιά του άντρα της. «Δεν θα πας πουθενά» λέει εκείνος με μια φωνή ψυχρή σαν ατσάλι και ο Ιορδάνης νιώθει τον κόσμο να καταρρέει.
Την ίδια στιγμή, ο Πέτρος και η Αλίκη βρίσκουν ένα σπάνιο καταφύγιο μέσα στον ταραγμένο κόσμο τους. Τα χέρια τους μπλέκονται καθώς κοιτούν ο ένας τον άλλο και ο Πέτρος της ψιθυρίζει: «Αρκετά κρυφτήκαμε. Τώρα ζούμε για εμάς». Το πάθος ανάμεσά τους τους παρασέρνει, όμως πίσω από τις κλειστές πόρτες, κάποιος παρακολουθεί τις κινήσεις τους. Ο άγνωστος χαμογελά πονηρά. «Θα τους κάνω να πληρώσουν» μονολογεί.
Ο Χρόνης και ο Βαγγέλης, από την άλλη, δεν πιστεύουν στα μάτια τους. Ένα κιτρινισμένο χαρτί, ξεχασμένο σε μια γωνιά, τους αποκαλύπτει όσα δεν ήθελαν ποτέ να μάθουν για τον θάνατο του Κωνσταντίνου Γαζή. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια…» ψιθυρίζει ο Βαγγέλης, αλλά η ένταση αυξάνεται καθώς ακούγεται ένας πυροβολισμός που τους παγώνει. Μπροστά τους, η εικόνα που ξεδιπλώνεται είναι σαν εφιάλτης: η αλήθεια που κρυβόταν τόσο καλά δεν μπορεί πια να αγνοηθεί.